προκαυτεύω

προκαυτεύω
προκαυτεύω,
A sacrifice as a preliminary burnt-offering, in [voice] Pass., SIG 1026.12 (Cos, iv/iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκαυτεύω — Α θυσιάζω κάτι ως προκαταρκτική προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καυτεύω < καυτόν, ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. καυτός τού καίω, με σημ. «θυσία, προσφορά για τους νεκρούς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”